εκτοπισμός

εκτοπισμός
ο (AM ἐκτοπισμός)
νεοελλ.
1. η απομάκρυνση από τον τόπο κατοικίας του ενός προσώπου που θεωρείται επικίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια
2. ιατρ. η μετατόπιση ενός οργάνου τού σώματος, η παρά φύσιν θέση του
αρχ.
1. μετανάστευση
2. απομακρυσμένη θέση ενός τόπου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐκτοπισμός — migration masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκτοπισμός — ο η απομάκρυνση από τις υπηρεσίες ασφάλειας επικίνδυνου ατόμου από τον τόπο της διαμονής του και η κατοίκησή του αλλού, όπου επιτηρείται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκτοπισμοί — ἐκτοπισμός migration masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτοπισμοῦ — ἐκτοπισμός migration masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτοπισμούς — ἐκτοπισμός migration masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτοπισμῶν — ἐκτοπισμός migration masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτοπισμῷ — ἐκτοπισμός migration masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτοπισμόν — ἐκτοπισμός migration masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκκλιση — η (AM ἔκκλισις) ηθική εκτροπή, παραστράτημα νεοελλ. απόκλιση («έκκλιση στύλου») αρχ. 1. λοξοδρομία, απόκλιση από τη συνηθισμένη πορεία 2. εξάρθρωση, εκτοπισμός 3. κλίση, τάση, ροπή 4. άρνηση, αποφυγή …   Dictionary of Greek

  • διαφορά — Η έλλειψη ομοιότητας ή ισότητας ανάμεσα σε πρόσωπα ή πράγματα· η διαφωνία. (Μαθημ.) H μονοσήμαντη λύση της εξίσωσης α + x = β, για κάθε ζεύγος (β,α) πραγματικών αριθμών. Η λύση αυτή ονομάζεται δ. β πλην α και συμβολίζεται με (β – α). Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”